- ἐπισπέρχων
- ἐπισπέρχωurge onpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισπέρχω — ἐπισπέρχω (Α) 1. επιταχύνω, επισπεύδω («ἵππους κέντρῳ ἐπισπέρχων», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ γρήγορα 3. ορμώ παράφορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»] … Dictionary of Greek